- πιτυλίζω
- πιτυλίζωpractise regular swinging of the armspres subj act 1st sgπιτυλίζωpractise regular swinging of the armspres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιτυλίζω — Α [πίτυλος] 1. εκτελώ κανονικές, ρυθμικές κινήσεις όπως οι κωπηλάτες ή αυτοί που ασκούνται με βάρη ή με κορύνες 2. ρίχνω, εκσφενδονίζω υγρό εδώ κι εκεί, ολόγυρα, πιτσυλίζω … Dictionary of Greek
πιτυλίζειν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτυλίζουσαν — πιτυλίζω practise regular swinging of the arms pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… … Dictionary of Greek
πιτυλεύω — Α [πίτυλος] 1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου 2. (κατ επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα 3. πιτυλίζω* … Dictionary of Greek
πιτύλισμα — τὸ, Α [πιτυλίζω] 1. κάθε γρήγορη και κανονική κίνηση 2. είδος σωματικής άσκησης με σιδερένια βάρη ή κορύνες … Dictionary of Greek